παραρθρώ

παραρθρώ
-έω και -όω, Α
1. παθαίνω μερική εξάρθρωση
2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -αρθρῶ (< -αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξ-αρθρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράρθρημα — ατος, τὸ, Α [παραρθρώ] μερική εξάρθρωση, ατελής εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • παράρθρησις — ήσεως, ἡ, Α [παραρθρώ] 1. εξάρθρωση 2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”